- προστάτρια
- η, ΝΜΑβλ. προστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
Άλκανδρος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Κατά πάσα πιθανότητα, μυθολογικό πρόσωπο. Σπαρτιάτης από την εύπορη τάξη, αντίθετος προς τη νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία καταργούσε ορισμένα από τα προνόμια της τάξης αυτής. Σε μια εξέγερση των… … Dictionary of Greek
Φιλαράς, Λεονάρδος — (Αθήνα 1600; – Παρίσι 1673). Ποιητής και διπλωμάτης. Σπούδασε κυρίως στο ελληνικό κολέγιο της Ρώμης (1613 17), όπου προσηλυτίστηκε στην Καθολική Εκκλησία. Εκεί επίσης είχε την ευκαιρία να πάρει μέρος στην κίνηση του δούκα του Νεβέρ για την… … Dictionary of Greek